- ψευδοβοήθεια
- ψευδο-βοήθεια, ἡ,A pretended help, X.Eq.Mag.5.8, Polyaen.3.9.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψευδοβοήθεια — ἡ, Α απατηλή βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + βοήθεια] … Dictionary of Greek
ψευδοβοηθείας — ψευδοβοηθείᾱς , ψευδοβοήθεια pretended help fem acc pl ψευδοβοηθείᾱς , ψευδοβοήθεια pretended help fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)